- αβέρτος
- -η, -ο1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός3. ευρύχωρος4. απεριόριστος, ελεύθερος5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπροςβ) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. averto (= ακάλυπτος)].
Dictionary of Greek. 2013.