αβέρτος

αβέρτος
-η, -ο
1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος
2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός
3. ευρύχωρος
4. απεριόριστος, ελεύθερος
5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος
β) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. averto (= ακάλυπτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αβέρτος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.), ανοιχτός, ανεμπόδιστος: Είχε το σπίτι του αβέρτο. – Μοιράζει υποσχέσεις αβέρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβέρτα — επίρρ. [αβέρτος] 1. στο ύπαιθρο 2. ανοιχτά, διάπλατα 3. αναφανδόν, ελεύθερα, ανεμπόδιστα, απροκάλυπτα 4. απεριόριστα, απλόχερα, σπάταλα …   Dictionary of Greek

  • αβερταρία — η [αβέρτος] ευρυχωρία που επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση …   Dictionary of Greek

  • αβερτοσύνη — η [αβέρτος] 1. ειλικρίνεια, ανυστεροβουλία 2. ευπροσηγορία, προθυμία 3. απλοχεριά, κουβαρντοσύνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”